Γραμμένο πριν από καμία δεκαριά χρόνια… (από την Κατερίνα Γεωργή)
Αναμνήσεις όμορφες γεμάτες νοσταλγία για αυτούς που φύγανε, για αυτά που μας αφήσανε, για τα σοβαρά και τα αστεία που όμως ομόρφαιναν τη ζωή μας.
Και τώρα περιμένοντας τις μπουλντόζες να ποδοπατήσουν το αγαπημένο σπίτι μας, να ποδοπατήσουν όλα όσα ζήσαμε και αγαπήσαμε,μας μένει η πίκρα και θύμησες.
Θύμησες και φωτογραφίες.
Τί τίτλο να βάλω στο παρακάτω κείμενο; Έσβησα τον παλιό χαρούμενο που είχα.
Βάλτε του εσείς τίτλο. Όλοι εσείς οι Βρισαγώτες που έχετε τις ίδιες αναμνήσεις και περιμένετε τις μπουλντόζες.
Οσο ζούσε η μαμά μου στο σπίτι μας στο χωριό ήταν κυρά και αφέντρα.
Εμείς τα καλοκαίρια που πηγαίναμε ήμασταν επισκέπτες-φιλοξενούμενοι.
Εμένα, την κόρη της, δεν με άφηνε να αλλάξω τίποτα στο νοικοκυριό της.
-Όταν πεθάνω κάντε ό,τι θέλετε. Μα όσο ζω τα πράγματά μου θα είναι όπως τα θέλω εγώ. Μετά πάρτε φορτηγό και πετάτε.
´Ηταν εξαιρετική νοικοκυρά σε καθαριότητα και τακτοποίηση.
Μόνο που είχε την συνήθεια να μαζεύει διάφορα πράγματα που εγώ τα θεωρούσα άχρηστα.
Και όταν της έλεγα να τα πετάξει, μου έλεγε:
-Τι σι νοιάζ’ σένα; Γω τα θέλου, μπορεί να μι χρειαστούν.
Σε μεγάλη ηλικία αρρώστησε, την πήρα στην Αθήνα να μείνει μαζί μας, και κατέβηκα για λίγες μέρες μόνη μου, για πρώτη φορά στο σπίτι μας στο χωριό.
Εκείνη ήταν σχεδόν κατάκοιτη και δεν ξανακατέβηκε. Δεν ήθελε να την δουν έτσι ανήμπορη, οι φίλοι και οι γείτονες.
Άρχισα λοιπόν ελεύθερα, τις εξερευνήσεις και τις ανακατατάξεις στα άδυτα των αδύτων.
Άνοιξα ντουλάπες, ντουλάπια, σεντούκια, πατάρια, ανώγεια, και κατώγεια που λένε και άρχισε το μεγάλο ξεκαθάρισμα και οι ανακατατάξεις.
Δειλά δειλά στην αρχή, γιατί είχα ακόμα το φόβο της Πελαγίας στο αίμα μου, και κάθε χρόνο που ξαναερχόμουνα ξεθάρευα, και το πέρναγα δεύτερο, τρίτο, και τέταρτο χέρι ,και όλο το έφτιαχνα, και όλο πιό όμορφο φαινόταν στα μάτια μου το σπίτι.
Και τι δε βρήκα!!!
Παλιά γράμματα απο τις ξενιτεμένες αδερφές της, δικά μας από τα φοιτητικά μας χρόνια, αλλά και μετά, που ο αδερφός μου πήγε Αμερική και εγώ είμουνα Αθήνα.
Ακόμα και των δικών μου παιδιών που ζήσανε στο εξωτερικό πολλά χρόνια.
Τρία μεγάλα κουτιά ήταν γεμάτα με γράμματα, αλλά και με κάρτες για τα Χριστούγεννα και για το Πάσχα.
Σε ένα άλλο μικρότερο χάρτινο κουτί υπήρχαν φωτογραφίες.
Ασπρόμαυρες και έγχρωμες. Γενιές, αλλά και ζωές ολόκληρες, αποτυπωμένες στο χαρτί.
Οι ασπρόμαυρες λιγότερες, αλλά για μένα με μεγαλύτερη συναισθηματική αξία, ενθύμια από τα παλιά όμορφα χρόνια και τα αγαπημένα πρόσωπα, που είχαν φύγει από την ζωή.
´Ολα τα φύλαξα και κατά διαστήματα τα διαβάζω, ή κοιτάζω τις φωτογραφίες, με ανάμεικτα αισθήματα λύπης και νοσταλγίας.
Λύπης για αυτούς που έφυγαν πια , αλλά και νοσταλγίας για τις στιγμές που έχουν αποτυπωθεί στο χαρτί και μου θυμίζουν ευτυχισμένες στιγμές.
Στο πάνω πάτωμα στο χώλ υπήρχαν δύο μεγάλα παλιά μπαούλα.
Το ένα ήταν γεμάτο με κουβάρια κλωστών, περισσεύματα από διάφορα πλεκτά που μας έφτιαχνε στα μικράτα μας, δείγματα απο δαντέλες που έπλεκε με το βελονάκι, κουβάρια με κομμένα κουρελάκια για να υφάνει κουρελούδες, μέχρι παλιά καλσόν πλεγμένα σε πλεξούδες για να τα ράψει μετά και να τα κάνει χαλάκια, να σκουπίζουμε τα πόδια μας όταν ερχόμαστε απ’ έξω.
Παρ’ όλο που παλιά, τα παπούτσια μας τα βγάζαμε πριν μπούμε στο σπίτι, γιατί οι δρόμοι ήταν πολύ πιο βρώμικοι από τώρα, επειδή κυκλοφορούσαν πολλά ζώα.
Πάντως η Ρηνούλα η Καννελιούδαινα η γειτόνισσά μας, θεός σχωρές την, και η θεια μου η Μηλιά, ακόμα και μετά που πέθανε η μαμά μου, όταν ερχότανε σε μένα επίσκεψη θέλανε να βγάλουν τα παπούτσια τους πριν μπουν, και εγώ δεν τις άφηνα.
Μη φοβάστε τους έλεγα, δεν υπάρχει πια η Πελαγία να σας δει.
Στο ίδιο μπαούλο, υπήρχαν και κομμάτια ολόκληρα υφασμάτων ,περισσεύματα από ρούχα ραμμένα από μοδίστρα που τα φύλαγε ή για αλλαγές ή για μπαλώματα.
Εν τω μεταξύ τα κανονικά ρούχα δεν υπήρχαν πιά, είτε γιατί πάλιωσαν, είτε γιατί χαρίστηκαν, αλλά έμεναν τα κομμάτια τους προσεγμένα και καλό διπλωμένα.
Στα συρτάρια ενός επίπλου που το λέγαμε λαβομάνο, υπήρχαν διάφορα τετράδια του πατέρα μου που σημείωνε τα μεροκάματα των ανδρών και γυναικών του “ταιφά μας” που μαζεύανε τις ελιές μας επί σειρά ετών.
Αλλά και άλλα, με λογαριασμούς από λάδια που πουλήθηκαν, οξύτητες του λαδιού, χρήματα που δόθηκαν για αγορά λιπασμάτων, κλαδέματα, ζευγαρίσματα.
Μια ολόκληρη ζωή στο τεφτέρι που λένε.
Σε αυτό το έπιπλο παλιά, υπήρχε η λεκάνη και η κανάτα για να πλένουν το πρόσωπό τους όταν ξυπνούσαν.
Και από πάνω υπήρχε ο καθρέπτης που έγραφε ΚΑΛΗΜΕΡΑ.
Δεν θυμάμαι να πλέναμε ποτέ πρόσωπο εκεί.
Και μια και υπήρχε το έπιπλο, βάλαμε εκεί το καντηλάκι μας, το λάδι, και τα φυτιλίκια τοποθετημένα μέσα στην εμαγιέ θήκη που ήταν για το σαπούνι, και το ανάβαμε κάθε απόγευμα γιατί ακριβώς απέναντι στον τοίχο ήταν το εικονοστάσι με την Παναγία, τον Απόστολο Παύλο και τον άγιο Στυλιανό.
Την λεκάνη μάλλον την είχε σπάσει η μαμά μου, αλλά την κανάτα την κάναμε ένα ωραίο ανθοδοχείο, που ακόμα το έχω.
Κάτω από το κρεββάτι υπήρχαν χαρτόκουτα γεμάτα με τετράδια σχολικά δικά μας, ελέγχους, παιδικά βιβλία και εκκλησιαστικά του μπαμπά μου.
Γιατί δεν είχαμε βιβλιοθήκη στο σπίτι μας, και λίγα ράφια και τα περβάζια των πίσω παραθυριών, που δεν τα ανοίγαμε συχνά, ήταν γεμάτα με καινούργια βιβλία.
Όλοι στην οικογένεια είμαστε βιβλιοφάγοι, εκτός από τον μπαμπά μου, που περιοριζόταν στην κυριακάτικη “Φωνή Κυρίου”.
Τον θυμάμαι να την κρατάει με τα όμορφα χέρια του, με τα μακρυά δάχτυλα, τα “αργασμένα” από την δουλειά, μπροστά στο τζάκι, και τα χείλη του να κουνιούνται καθώς την διάβαζε ψιλοφωναχτά, μέχρι να σερβίρει η μαμά μου το κυριακάτικο καλό φαγητό, και να κάτσουμε όλοι μαζί στο τραπέζι να φάμε.
Γιατί τις καθημερινές έλειπε στα χωράφια τα μεσημέρια που τρώγαμε.
Στο άλλο μπαούλο ανακάλυψα αληθινό θησαυρό!!!
Καρπάνια, καναπελίκια, κουρτίνες, τραπεζομάντηλα, άλλα φτιαγμένα από τα χέρια της, και άλλα από γιαγιάδες και προγιαγιάδες, εκατό χρόνων και βάλε.
Τα καλά μας!!!
Σιδερωμένα, κολλαρισμένα, καλοδιπλωμένα και φυλαγμένα, άραγε για να μπουν πού και πότε;
Έκρινα ό,τι ήρθε η ώρα, και πολλά τα έβγαλα, τα φρέσκαρα και στόλισα όλο το σπίτι.
” Μουζείο” το έκανα, όπως έλεγε μία κυρία από την Γεωργία, που την πρόσεχε στην Αθήνα και της έδειχνα φωτογραφίες.
Και πιστεύω ακράδαντα, ό,τι πολύ το χάρηκαν και αυτά, που είδαν το φώς της ημέρας μετά από έναν αιώνα στα σκοτάδια.
Αλλά και όσα έμειναν στο μπαούλο, κατά διαστήματα που το ανοίγω, τα πιάνω στα χέρια μου και τα καμαρώνω, και είναι σαν να επικοινωνώ με τις γιαγιάδες και τις προγιαγιάδες, αλλά και με τη μαμά μου.
Τα κουβάρια, τα κουρελάκια και τα σχέδια από τις ταντέλες τα χάρησα, γιατί κανείς από την οικογένεια δεν ασχολείται με τέτοιες χειροτεχνίες.
Πέταξα ένα παλιό ψυγείο που χρόνια καθόταν σε μία γωνία, κατσαρόλες παλιές, άδεια μπουκάλια, και τάπερ από παγωτά. Μέχρι και κεσεδάκια γιαουρτιών.
Αλλά και τις “Φωνές κυρίου” , λίγες παλιές εφημερίδες, γιατί δεν αγοράζαμε κάθε μέρα, και περιοδικά που τα είχε φυλαγμένα για περιτύλιγμα.
Βασικά αυγών, όταν μας τα έστελνε στην Αθήνα τότε που σπουδάζαμε.
Τα είχε καθαρά και τακτοποιημένα, μήπως τυχόν και της χρειαστεί κάτι, ή μήπως λείψουν από την αγορά και δεν τα βρίσκει να τα αγοράσει.
Γιατί είχε πικρή πείρα από τους πολέμους και τις ελλείψεις που φέρανε σε τρόφιμα, αλλά και σε άλλα είδη καθημερινής ανάγκης.
Στο πίσω μέρος του σπιτιού μας, είχαμε μια μεγάλη αυλή, που την εποχή που ζούσαν οι γονείς μου, πριν την μετατρέψουμε εμείς σε κήπο με γιασεμιά, αγιοκλήματα και σαλκίμια, ήταν η μισή σκεπασμένη με ένα στέγαστρο, και εκεί στοιβάζαμε τα ξύλα για το τζάκι, τις “κουγκτζέλες”, δηλαδή τις κουκουνάρες για προσάναμμα και το δαδί, μέσα σε μια μεγάλη καλαθάρα, τα δίχτυα για το μάζεμα των ελιών, τσουβαλάκια με οικοδομικά υλικά, τσάπες, κασμάδες, πριόνια και άλλα εργαλεία, αλλά και κάποια κατ’ εμένα άχρηστα πράγματα, στοιβαγμένα σε μία γωνία, επί σειρά ετών.
Η άλλη μισή ήταν με χώμα και λίγα παρτέρια, με καταπληκτικές όμως τριανταφυλλιές, και λίγα δέντρα.
Το ένα ήταν μία τεράστια “ιρικιά” με μοσχομυριστά ιρίκια, που έφτιαχνε η μαμά μου από αυτά καταπληκτικές μαρμελάδες.
Τα παιδιά μου ακόμα μιλούν με λαχτάρα για τα ” ιρίκια ” και τις μαρμελάδες της γιαγιάς.
Έρχεται που λέτε μια μέρα εκει που καθόμαστε στην αυλή, κάτι να μας φέρει, του Γιαννέλ’ της Χριστίνας ο μικρός γιός, και την ώρα που η μαμά μου πήγε να πάρει από την κουζίνα μια πορτοκαλάδα να τον κεράσει, πέφτει το μάτι του σε δύο “ψαροκασέλες”, δυο κασόνια δηλαδή που ήταν εκεί παρατημένα χρόνια.
-Να τις πάρου ώ θείου να φτέψου φυντάνια; ρώτησε .
-Ναι μουρέλιμ να τσ’ πάρς, είπαμε εγώ και ο Γιώργος ο άντρας μου.
Ούτως η άλλως χάρη θα μας έκανε να αδειάσει λίγο ο χώρος.
Την ώρα όμως που ο Γιάννης πήγαινε προς την έξοδο να τις φορτώσει στο αγροτικό νά σου η Πελαγία με την πορτοκαλάδα ανά χείρας.
Με το που βλέπει τον Γιάννη με τις ψαροκασέλες αναφωνεί:
-Γιαννέλ’ μουρέλι μ’ πού τσ’ πάς τς κασέλις; Α όχ, τσ’ θέλου μουρέλιμ μ’.
Εμένα να πέσουν τα μούτρα μου.
Να πάρουμε πίσω τις κασέλες που μόλις δώσαμε στο παιδί;
-Τι τις θές ρέ μάνα τις κασέλες; τη ρωτάω.
-Να ψήσου σαπούν’, μου απαντάει.
-Ρε μάνα είκοσι χρόνια έχουμε να ψήσουμε σαπούνι στο σπίτι μας, της λέω.
-Ναι, αλλά μπορεί να μη τσ’ γυρέψ’ καμιά γτόνσα για να ψήσ’, ήλθε η αποστομωτική απάντηση της μαμάς μου.
Και τελικά οι κασέλες γύρισαν πίσω και πετάχτηκαν και αυτές μετά, μια και καμιά γειτόνισσα δεν τις χρειάστηκε για να ψήσει σαπούνι.
Να ‘σαι καλά Κατερίνα. Τα γράφεις τόσο ζωντανά
που δεν θέλω να φτάσω στο τέλος.
Mary Gomo που κατα λάθος μου βγήκες ανώνυμη, το κακό ειναι ό,τι βίαια φτάνουμε δυστυχώς, στο τέλος των σπιτιών μας. Θα τα φτιάξουμε τα καινούργια Δημήτρη και κάποιοι νέοι πάλι θα χτίσουν σιγά σιγά τις δικές τους αναμνήσεις μέσα τους. Μόνο που εμείς δεν προλαβαίνουμε. Και θα μιλάμε πάντα με νοσταλγία για τα παλιά.
Χρεος μας να ξαναχτισουνε οτι μπορουμε.
Το να χτιστούν τα σπίτια είναι το μόνο εύκολο, μιας και υπάρχει και η δωρεάν στεγαστική συνδρομή! Το δύσκολο είναι να βρεθούν αυτοί που θα τα κατοικήσουν!(εννοείται για 13 φεγγάρια, όχι για ένα μόνο)
Το χωριο πρεπει να ξαναχτιστει!!!!
με τα μυαλά που κουβαλάμε όλοι μας, το χωριό μας και να ξαναχτιστεί αν ξαναχτιστεί που δεν το βλέπω, θα είναι ένα συνοθύλευμα απο καλές εως κακές κατασκευές χωρίς να τηρούνται κάποια κριτήρια, αφού μέχρι τώρα τουλάχιστον κανένας δεν έθεσε ούτε κάνει τέτοια κουβέντα. Όσο για λεφτά, εδω γελάμε. Ακόμη η πολιτεία δεν έχει καταβάλει τα πρωτα 587€, τη επιδότηση ενοικίου και οικοσκευής και κάποιοι φιλοδοξούν να εισπράξουν επιδότηση κατεδάφισης και ανακατασκευής. Καλά ας σοβαρευτούμε λίγο. Αν δεν γίνουν τρομερες κινητοποιήσεις, δεν πρόκειται να δεί κανένας ούτε ένα ευρώ.
Όσοι σπέρνουν την απογοήτευση (Δεν θα δώσει η Πολιτεία, δεν θα κάνει η Πολιτεία…) σύντομα θα απογοητευτούν.
Ο κυριος ορθογραφιμενα ανώνυμος πιστεύει δικαιολογημένα ότι το χωριό δεν θα ξαναχτιστεί!Μέχρι τώρα ότι κρατικό πρως τους σεισμοπαθείς έχει καθυστερήσει αρκετά,δεν έχει όμως αναβληθεί η παράγραφει,((είπα ξεειπα)) οπως λένε και στο χωριό μου!είναι ευκαιρία τώρα να διαψεύσει η πολιτεία κάθε έναν από μας ο οποίος πιστεύει στη μη διεκπεραίωση του έργου της ανοικοδόμησης!όσο για τις καλές η κακές κατασκευές είναι καθαρά θέμα συζήτησης μεταξύ ιδιοκτητη και μηχανικών και κρατικού ελέγχου!
κυριε Τεντόμα, πολύ σημαντική η προσφορά σας στο κακό που βρήκε το χωριό μας και τους κατοίκους του. Όμως γιατί δεν παραδέχεσται ότι υπάρχουν αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στις πάσης φύσεως αποζημιώσεις; Γιατί δεν αντιλαμβάνεσται ότι ολη αυτή η κατάσταση κλονίζει την εμπιστοσύνη του κόσμου στις υποσχέσεις; Σίγουρα δεν έχει να κάνει με εσάς, τις προσπάθειές σας και τη συνδρομή σας στην επίλυση των προβλημάτων, που ειλικρινά είναι πολύ σημαντικές. Αυτό που έχει να κάνει με εσάς είναι η ερώτηση που σας κάναμε πριν λίγες ημέρες και δεν πήραμε ακόμη καμμία απάντηση. Δηλαδή, γιατί στο πακέτο των δικαιολογητικών να υπογράφει ο ιδιοκτήτης για τον υπολογίζόμενο χρόνο ολοκλήρωσης της κατεδάφισης και οχι ο μηχανικός που είναι και ο υπεύθυνος; ΕΣΕΙΣ ΜΠΟΡΕΙΤΕ ΝΑ ΤΟ ΑΛΛΑΞΕΤΕ.