Από την Κατερίνα Γεωργή
Το τάμα
Όταν ήμουν πολύ μικρή ήμουν λίγο άφαγη και μίζερη.
Δυσκόλευα την μαμά μου, η οποία με το ζόρι σχεδόν με τάιζε, γιατί ακράδαντα πίστευε ό,τι το φαΐ ήταν συγχρόνως και φάρμακο για όλες τις αρρώστιες.
Και για να πούμε και του στραβού το δίκιο, λίγο αρρωστιάρικο ήμουνα.
Είχα αμυγδαλές και κάθε λίγο και λιγάκι στο κρεββάτι με πυρετό.
Αλλά και όλες τις παιδικές αρρώστιες πρώτη και καλλίτερη εγώ τις περνούσα.
Όταν μεγάλωσα, έβγαλα βέβαια και τις αμυγδαλές, έπαψα να αρρωσταίνω.
Δυστυχώς όμως μου άνοιξε και η όρεξη και άρχισα να τρώω.
Και….συνεχίζω. Και…δεν αρρωσταίνω. Αλλά…παχαίνω.
Και όχι τίποτα άλλο, αλλά επαληθεύτηκε και η θεωρία της μαμάς μου, όσον αφορά την σύνδεση φαγητού και υγείας, θεωρία που είχε τις ρίζες της στην φτώχεια και ανέχεια της εποχής εκείνης, και τα παιδια παθαίνανε αδενοπάθειες και πολλές άλλες αρρώστιες από την έλλειψή του.
Απο όλα τα πράγματα που είχαμε για φαΐ αυτό που μου άρεσε πάρα πολύ ήταν οι ελιές οι τσακιστές και οι πατάτες οι τηγανιτές.
Δυστυχώς δεν είχαμε τις ίδιες απόψεις με την μαμά μου που έτρεφε χαμηλή εκτίμηση καί για τα δυό.
Θυμάμαι μια φορά στον πλάτανο σε ένα πανηγύρι την έκπληξη του θείου μου του Γιώργου του Γδούντου που όταν πήγα στο τραπέζι που καθότανε μαζί με τους δικούς μου και με ρώτησε τι ήθελα να με κεράσει, εγώ του είπα:
-Μπουρώ να πάρου μια ιλιά θείου Γιώργου;
Με το στόμα ανοιχτό έμεινε ο άνθρωπος και με κοίταζε.
Και μετά γυρίζοντας στον πατέρα μου είπε:
-Καλά που σι ξέρου βρε κμπάρι πους έχς τόσις ιλιές. Νηστκό θα θάριουμ’ πούς τούχατι τού μουρό.
Και μετά απευθυνόμενος σε μένα:
-Καλά βρέ μουρέλιμ απ’ ούλα τα πράματα που έχ’ έδιου πέρα,ιλιά ήβρις να γυρέψς;
Αλλά όπως σας είπα, η Πελαγία εκτίμηση δεν είχε στις ελιές μεν, αλλά είχε μεγάλη στο αυγό το βραστό.
Και όταν λέμε βραστό εννοούμε ίσα ίσα λίγο να βράσει, δηλαδή σχεδόν ωμό, για να μήν χαθούνε όπως πίστευαν τότε, οι βιταμίνες.
Εγώ πάλι όχι. ´Οσο έβλεπα εκείνο το ώμό ασπράδι που ήταν σαν “μύξα” με έπιανε μια αηδία και μου ερχόταν να κάνω εμετό.
Κλάμα και αγώνας επί καθημερινής βάσεως όσο οι κότες μας κάνανε αυγά.
Γιατί έπρεπε να είναι και ημέρας.
Ευτυχώς που μερικές εποχές σταματούσαν να γεννούν και γλύτωνα.
Αγοραστά στα μαγαζιά,δεν υπήρχαν την εποχή εκείνη.
Να με στριμώχνει που λέτε σε γωνίες η μαμά μου και εγώ να μην ανοίγω το στόμα μου.
Και κάποια μέρα που πήγα να αποφύγω το κουταλάκι με το αυγό, έκανα μια απότομη κίνηση με το λαιμό μου προς τα πίσω και έμεινα.
Ένας φρικτός πόνος και ο λαιμός μου στραβός στο πλάι και να μην ισιώνει.
-Νευροκαβαλίκευμα, απεφάνθει η θεία μου η Μαρία η Πρίδαινα που άκουσε τις φωνές και τα κλάματά μου από το σπίτι της απέναντι, και ήρθε να δει τι συμβαίνει.
-´Αντι δεν είνι τίπουτα, θα πειράς’. Βάλτι λίγου λάδ’ απ’ του καντήλ’ σας, είπε.
Και λάδι βάλαμε από το καντήλι, και κρεμμύδια τσακισμένα που βρωμοκοπάγανε, και χαρτόνια από πακέτα τσιγάρων μου δέσανε στο λαιμό για να τον κρατάει ίσιο, τίποτα δεν έγινε.
Ο λαιμός στραβός!
.Οι γονείς μου ήταν πολύ στενοχωρημένοι και η γιαγιά μου έλεγε: –
-Ω Παναγιά μ’ ούλου γραντίζ’ τούτου του μουρό. Τώρα θα του έχουμε τσι μι στραβό ζνίχ’.
Ο παππούς μου μια μέρα με έπιασε με τις δυό του παλάμες από το κεφάλι, μία από κάθε πλευρά και με σήκωσε στον αέρα, μήπως από το βάρος μου ισιώσει ο λαιμός μου.
Τίποτα! Το μόνο που κατάφερε ήταν να με ακούσει όλη η Αγία Μαρίνα να ουρλιάζω και να κλαίω από τον φρικτό πόνο.
Μια βδομάδα πέρασε έτσι .
Και ξημέρωσε του Αγίου Ιωάννη του Θεολόγου.
Το εκκλησάκι του είναι στα Βατερά και γιορτάζει στις 26 του Σεπτέμβρη.
Ο μπαμπάς μου ήταν πολύ θρήσκος άνθρωπος και ξεκίνησε να πάει στο εξωκλήσι να προσευχηθεί αλλά και για να παρακαλέσει και για τον δικό μου τον λαιμό να ισιώσει.
Και παιδιά δεν ξέρω αν ήταν σύμπτωση ή θαύμα την ώρα της λειτουργίας, που ανέβηκε η μαμά μου στην κρεββατοκαμαρά μας για να με ξυπνήσει, με είδε να παίρνω στροφή και να κοιμάμαι από την πλευρά που πόναγα πριν.
Ο λαιμός μου είχε ξεστραβώσει!!!!!!
´Ε ρε πανηγύρια και χαρές και όταν γύρισε ο μπαμπάς μου και του είπαμε τι έγινε πεπεισμένος ό,τι ο Άγιος έκανε το θαύμα του με έταξε να με πηγαίνει κάθε χρόνο στην χάρη του.
Και πραγματικά κάθε χρόνο μέχρι να πάω πρώτη δημοτικού πηγαίναμε.
Όταν έγινα επτά χρονών ξεκίνησα και εγώ να πάω σχολείο, για μάθω γράμματα.
Ελα μου ντέ που τα σχολεία άνοιγαν στις 25 Σεπτεμβρίου στην εποχή μου.
Μια μέρα δηλαδή πριν τη γιορτή του Αγίου.
Να χάσω το σχολείο; Ναι!!!!
Ο μπαμπάς ανένδοτος. Το τάμα τάμα.
´Ετσι κάθε χρόνο την πρώτη μέρα που πηγαίναμε στο σχολείο εγώ πήγαινα στο γραφείο των δασκάλων στον κ. Ταξείδη τον διευθυντή και ζητούσα άδεια να λείψω την επόμενη μέρα γιατί….ήμουν ταμένη στον άγιο Γιάννη.
Τα περισσότερα χρόνια μολονότι η απόσταση ήταν μεγάλη και ο δρόμος δύσκολος ερχότανε όλο το σχολείο σαν εκδρομή στο εκκλησάκι.
Αλλά εγώ πάντα πήγαινα με τον μπαμπά μου με τα μουλάρια μας, γιατί αυτό είχε τάξει στον άγιο.
Να με πηγαίνει ο ίδιος για όσο καιρό μπορεί.
Και έτσι γινότανε.
Κάθε χρόνο εμείς εκεί, με τους άρτους μας, τους καφέδες μας, τα κουλουράκια μας και τα γλυκά μας, και εγώ από μέσα μου να ευγνωμονώ το αυγό πού έγινε η αιτία να την κοπανώ από το σχολείο και να κάνω και το τελευταίο μου μπάνιο στην θάλασσα .
Μετά έφυγα στην Αθηνα και το τάμα δεν γινόταν πλέον.
Τώρα όμως που μένω στο χωριό πολύ καιρό και είμαι εκεί την ημέρα της γιορτής του Αγίου, προσπαθώ να κάνω εγώ το τάμα του μπαμπά μου κάθε χρόνο, πηγαίνοντας στον εσπερινό.
Το εκκλησάκι ειναι τόσο όμορφο, χωρίς παρεμβάσεις, μικρό και ταπεινό, και η συγκίνηση μου πολύ μεγάλη, γιατί θυμάμαι τις λαχτάρες και τις αγωνίες που έδωσα στους γονείς μου και πόσες θυσίες έκαναν αυτοί για μένα.
Αλλά δοξάζω και ευχαριστώ και τον άγιο που με βοήθησε και δεν έμεινα μια ζωή με “στραβό ζνίχ”.
Εύχομαι να είσαι για πολλά πολλά χρόνια γερή και να μπορείς να πηγαίνεις στον Αη-Γιάννη το τάμα του!
Σας ευχαριστώ.
¨Εκανα καλα πού δάκρυσα διαβάζοντας το? Μήπως δεν εόναι πρέπον? Νάσαι πάντα καλά.
Πολλά από αυτά που γράφω όταν τα διαβάζω αποστασιοποιημένη ,σαν απλός αναγνώστης, κλαίω. Γιατί είναι πράγματα που λίγο πολύ τα βιώσαμε όλοι μας και μας συγκινούν.