Ήρθε απ’ τη στεριανή Ελλάδα να αδειάσει το σπίτι τους. Να το αδειάσει όχι από έπιπλα και σκεύη ή από στρωσίδια, αλλά από τις αναμνήσεις. Να αδειάσει το σπίτι και να τις πάρει μαζί του. Λίγα προικιά που πήγαιναν από γιαγιά σε εγγόνι και πάει λέγοντας, λίγες φωτογραφίες, μια ραπτομηχνή της προκομένης μάνας, που όλα τα προλάβαινε, μια “προυτνή” σουπιέρα που επέζησε, ένα πίνακα ζωγραφικής. Ένα πίνακα -που και χωρίς την κάτω δεξιά υπογραφή- έμμεσα υπογεγραμμένο από τον εξαίρετο βρισαγώτη αγιογράφο Ζαχαρία Κανέλλη. Και λέμε έμμεσα υπογεγραμμένο γιατί την υπογραφή μπορεί να μην τη προσέξουμε αλλά το γραφικό χαρακτήρα του “πλησίστιον εις το πέλαγος” τον έχουμε δει σε δεκάδες εικόνες του.
Σαν το καράβι αρμενίζει το χωριό μας.
Σε φουρτούνες μεγάλες μπήκαμε. Το κύμα το μεγάλο μας σάρωσε κι αντί να γαληνέψει ο ωκεανός η φουρτούνα συνεχίζεται. Μια και μεγάλη φουρτούνα για το χωριό, πολλές -μικρές και μεγάλες- φουρτούνες στο μυαλό των ανθρώπων του. Μουντός και σκοτεινός ο ορίζοντας.
Το ζηλεύουμε τούτο το καράβι. Το ζηλεύουμε γιατί έχει πανιά, πολλά και γερά πανιά και μεις κανένα. Εμείς ακυβέρνητοι πελαγοδρομούμε. Ακούμε πολλούς, διαβάζουμε φιρμάνια, κάνουμε όνειρα, μα η ρότα δε λέει να ξεκαθαρίσει.
Το ζηλεύουμε τούτο το καράβι. Το ζηλεύουμε γιατί έχει καπετάνιο στιβαρό! Το ‘χει πάρει πάνω του να το βγάλει απ’ τη φουρτούνα. Και μεις είμαστε πολλοί. Άλλος το στρίβει το τιμόνι αριστερά κι άλλος δεξιά. Άλλος νοιάζεται μόνο για το σκαρί κι άλλος και για το πλήρωμα. Κι έχουμε και τα φιρμάνια που λύνουν μα και δένουν τα χέρια.
Μα και μεις μπορούμε να γίνουμε Ένας. Να κάνουμε σχέδιο, να βγάλουμε τη ρότα, να κρατήσουμε γερά το τιμόνι, να ρίξουμε στη θάλασσα τα ποντίκια, να σηκώσουμε γερά τα πανιά. Γιατί πανιά έχουμε μα φαίνεται πως τα ‘χουμε κατεβασμένα. Πρώτο και καλύτερο η αγάπη μας για τούτο τον τόπο. Αγάπη διαχρονική, που ήπιε κρασί απ’ το ποτήρι του Διόνυσου, που ποτίστηκε με αίμα που χυσε το κουρσάρικο μαχαίρι, που έφαγε ψωμί – πότε γλυκό, πότε πικρό- ζυμωμένο με τον ιδρώτα των προγόνων μας. Κι ύστερα είναι και τ’ άλλα πανιά: οι επιστήμονες που ξεπήδησαν από τα σπλάχνα του, οι πετυχημένοι επαγγελματίες που σαν πετονιά πετάχτηκαν απ’ τον Πλάτανο σ’ όλο τον κόσμο κι έπιασαν καλή ψαριά -όχι από τύχη μονάχα μα προπαντός με ιδρώτα- κι είναι έτοιμοι να δώσουν τον “απότριτο”. Για το χωριό που ποτέ δεν ξεχνούν, για το χωριό που πάντα λαχταρούν. Και το πάνελ των πανιών μας συμπληρώνουν δεκάδες, εκατοντάδες απλοί επισκέπτες του τόπου μας που είδαν και αγάπησαν, βλέπουν και συμπονούν τούτο τον τόπο και τους ανθρώπους του.
Μπορούμε τούτο το καράβι να το βγάλουμε σε απάνεμο λιμάνι. Μπορούμε!