Πραγματοποιήθηκε χτες στην Αθήνα η παρουσίαση του συνόλου των βιβλίων του Βασίλη Ψαριανού.
Ανάμεσα σ’ αυτούς που παρουσίασαν το έργο του η Κατερίνα Σκιά αναφέρθηκε στο λογοτεχνικό του έργο. Παραθέτουμε μερικά αποσπάσματα από την παρουσίασή της:
Οι δύο συλλογές, «Τα λαδωμένα τετράδια» και «Τα Λεσβιακά Διηγήματα» ισορροπούν ανάμεσα στην ηθογραφία αλλά και στο κοινωνικό διήγημα, στην αυτοβιογραφική αφήγηση, το χρονογράφημα και τη μυθοπλασία. Τα περισσότερα διηγήματα εκτυλίσσονται σε ένα χωριό με πολλές ομοιότητες με τη Βρίσα ή στην Αθήνα. Ο αναγνώστης θα αναγνωρίσει πρόσωπα και πράγματα από τη γενέτειρα του συγγραφέα, αλλά δεν θα πρέπει να αναζητήσει πλήρεις ομοιότητες με αυτά, καθώς η λογοτεχνία δεν είναι υποχρεωμένη να καταγράψει πραγματικα γεγονότα. Ο ρόλος της είναι να δημιουργεί το δικό της αφηγηματικό σύμπαν και να κάνει τον αναγνώστη να πιστέψει ότι αυτό υπάρχει ή ότι θα μπορούσε να υπάρξει.
Τα διηγήματα χρονικά τοποθετούνται στα μεταπολεμικά χρόνια, για να καταγράψουν κοινωνικές αδικίες, την ιδεολογική τρομοκρατία της εξουσίας, τους πολιτικούς συμβιβασμούς, τον αριβισμό, την κατάχρηση εξουσίας και δύναμης εκ μέρους των ισχυρών. Εκείνοι που δεν αντέχουν την αδικία και την καταπίεση και δεν μπορούν να ζήσουν σαν άνθρωποι από τον κόπο τους θα μεταναστεύσουν, αναζητώντας αλλού την τύχη τους. Την εποχή εκείνη η μεγάλες πόλεις ή τα ξένα έδιναν ευκαιρίες για προκοπή, για οικονομική άνοδο, για κοινωνική εξέλιξη. Αυτή τη δικαίωση των αδύναμων παρακολουθούμε σε πολλά διηγήματα. Όμως οι γονείς που έμειναν πίσω, τα χωράφια που ρήμαξαν, ο τόπος που εγκαλείφθηκε είναι το σκληρό τίμημα, οι παράπλευρες απώλειες της επιτυχίας. Τα λαδωμένα τετράδια είναι σύμβολα της φτώχειας, της αδυναμίας των εκπαιδευτικών να κατανοήσουν τις συνθήκες ζωής των χωρικών, της σκληρότητας που εκφραζόταν τόσο με σωματική όσο και με ψυχολογική βία. Γίνονται όμως, ως ενθύμια, και σύμβολο της οικονομικής και κοινωνικής ανόδου, της δικαίωσης εκείνων που τόλμησαν και η ζωή τους αντάμειψε. Πλάι στους δυνατούς, οι δάσκαλοι χωρίς ενσυναίσθηση και αγάπη, λειτουργούσαν ως δεκανίκια του συστήματος κι έκαναν απωθητικό το σχολείο και μαρτύριο τη μάθηση. Φωτεινά παραδείγματα οι δάσκαλοι που πάλεψαν με δύναμη ψυχής για να δώσουν προοπτική στον τόπο, να εμφυσήσουν στους μαθητές και στις μαθήτριές τους την αγάπη για την γνώση και τον πόθο για την ελευθερία και την προκοπή.
Όχι λίγες φορές και ο έρωτας γίνεται θύμα στον βωμό της επιβίωσης ή του κέρδους, αλλά όσοι εγκαταλείπουν αυτό το δώρο της ζωής το πληρώνουν ακριβά και τα το μετανιώνουν πικρά. Ο έρωτας στα πρώτα ξυπνήματα της νιότης γίνεται αφορμή και για αστεία επεισόδια, μικρές παρεξηγήσεις και ατέλειωτες ημέρες αγωνίας και νύχτες αγρύπνιας των ερωτευμένων. Ο έρωτας είναι ο απαγορευμένος καρπός και η γεύση του, στα διηγήματα του Βασίλη, περιγράφεται με ενάργεια, με χάρη και περισσή νοστιμάδα.
Με τρυφερότητα ο Βασίλης προσεγγίζει τους ξωμάχους, τα παιδιά, τους φτωχούς φοιτητές, τους αδικημένους. Η μητέρα κι ο πατέρας κυρίαρχες φιγούρες, να προστατεύουν και να καταδυναστεύουν ταυτόχρονα τα παιδιά, άλλοτε γιατί η ανάγκη επιβίωσης επέβαλε υποχρεώσεις κι άλλοτε γιατί οι αντιλήψεις της εποχής μετέτρεπαν τους γονείς σε κέρβερους της ηθικής και της τάξης. Οι φανταστικές συνεντεύξεις με τις πρωτινές οικοδέσποινες της γειτονιάς είναι μια τοιχογραφία ενός κόσμου βασανισμένου, που έφαγε τα νιάτα του η σκληρή δουλειά και τα γεράματά του η μοναξιά. Γύρω από τα κεντρικά πρόσωπα υπάρχει ο κόσμος του χωριού, ένας κόσμος κλειστός, με τους δικούς του κώδικες ηθικής, που άλλοτε γίνεται ασφυκτικός κλοιός και άλλοτε προστατευτική μήτρα για τους ήρωες των διηγημάτων. Πραγματικές ή φανταστικές ιστορίες είναι κειμήλια μιας εποχής που έφυγε ανεπιστρεπτί, παίρνοντας μαζί του ξένοιαστα παιδικά παιχνίδια σε μια φύση μαγευτική, σχεδόν οργιαστική, μια μεγάλη αλάνα για τα παιδιά, που δοκίμαζαν τη δεξιοτεχνία τους κατασκευάζοντας αυτοσχέδια αραμπαδέλια. Θέλω να αναφερθώ ιδιαίτερα στις εξαίσιες λυρικές περιγραφές των φυσικών τοπίων, αυτούς τους ολοζώντανους νοητικούς πίνακες που ανακαλούν τον χαμένο παράδεισο της παιδικής ηλικίας, αυτή τη φύση που καταστράφηκε βάναυσα από την εκβιομηχάνιση ή εγκαταλείφθηκε στην ερήμωση. Εκεί όπου ηχούσαν οι φωνές και τα τραγούδια των ξωμάχων, τώρα απλώνεται σιωπή. Ηρωικές, είναι, για την αφοσίωσή τους, οι μορφές των ανθρώπων που προσπάθησαν να αντισταθούν, με όσες δυνάμεις είχαν, στη λαίλαπα αυτής της αλλαγής.
Τα διηγήματα αποθησαυρίζουν, εκτός από ήθη και έθιμα και τη ντοπιολαλιά του χωριού μας. Κυρίαρχη στους διαλόγους, ζωντανεύει τα πρόσωπα, αποτυπώνει στιγμές καθημερινότητας, φανερώνει τον ψυχισμό των ανθρώπων και διατηρεί με τα ονόματά τους πράγματα και καταστάσεις που τα σάρωσε ο χρόνος στο πέρασμά του. Στην αφήγηση επίσης διατηρούνται λέξεις της λεσβιακής ιδιολέκτου, κυρίως όπου δεν υπάρχουν αντίστοιχες της κοινή νεοελληνικής.
Πολλά θα μπορούσε να πει κανείς ακόμα για τις δύο αυτές συλλογές διηγημάτων, καθώς κινούνται σε ένα ευρύ φάσμα, τόσο θεματικά όσο και αφηγηματικά. Ο συγγραφέας, ανάλογα με την εκάστοτε ιστορία, επιλέγει με συνέπεια τόσο το ύφος όσο και τον τρόπο αφήγησης των γεγονότων. Κι αυτή είναι μία από τις μεγαλύτερές του αρετές, ότι κάθε διήγημα έχει τη δική του ιδιαιτερότητα, τον δικό του αφηγηματικό κόσμο, το καθένα αποτελεί μία μοναδική κατάθεση ψυχής, που εμπλουτίζει τη μεγάλη τράπεζα της λογοτεχνικής μας παράδοσης.