Από τα βρισαγώτικα ανέκδοτα του Πάνου Ιατρέλλη
Σε ένα καφενείο στον Πλάτανο παίζανε χαρτιά ένα βράδυ. Η ώρα είχε περάσει αρκετά τα μεσάνυχτα, όλα τα καφενεία είχαν κλείσει και στο καφενείο είχαν μείνει ο καφετζής, οι παίκτες και ένας θεατής του παιχνιδιού, ο οποίος όμως είχε νυστάξει και κοιμότανε πάνω στην καρέκλα του ροχαλίζοντας.
Οι υπόλοιποι βλέποντάς τον να κοιμάται του έκαναν την εξής πλάκα:
Σβύσανε το λουξ, τη λάμπα που είχε ο καφετζής στο τζάκι του και τα τσιγάρα τους. Επειδή ήταν συννεφιά έγινε απόλυτο σκοτάδι. Στη συνέχεια κάνοντας θόρυβο ξύπνησαν το θεατή και άρχισαν να λένε διάφορους χαρτοπαικτικούς όρους για να νομίσει ο θεατής ότι συνεχίζουν το παιχνίδι τους. “Δώσε χαρτί” είπε ο ένας, “πάσο” λεέι ο δεύτερος, “πέντε” ακούγεται ο τρίτος, “δεκαπέντε” ανεβάζει ο επόμενος. Ακούγοντας αυτά ο κοιμώμενος, που ήταν ζαλισμένος μόλις ξύπνησε, ρώτησε “Ακόμα παίζετε;” Οι άλλοι δεν έδωσαν καμιά απάντηση αλλά συνέχισαν να “παίζουν” με τα λόγια. Ο άλλος τότε λέει εντονότερα “εγώ δε σας βλέπω”, “Τί λες ρε;” του ανταπαντάει ρωτώντας ένας απ’ τους παίκτες οπότε εκείνος τρομοκρατημένος άρχισε να φωνάζει “ωχου στραβώθκα, ώχου στραβώθκα!” Τότε έσκασαν στα γέλια οι υπόλοιποι και ανάβοντας τη λάμπα και το λουξ …ηρέμησαν τον “τυφλωθέντα” θεατή τους.