Πριν δυο γενιές κοντά στον Πλάτανο έμενε ένας νοικοκύρης που προσπαθούσε νύχτα μέρα να τα φέρει βόλτα.
Είχε όμως και ένα άσχημο “ελλάτωμα” : Πάθαινε ότι κορόιδευε στους άλλους!
“Δεν έφραξε καλά το μπαχτσέ του και μπήκαν οι κατσίκες και τον έφαγαν” σχολίαζε με ειρωνική διάθεση για τον τάδε. Σε λίγες μέρες έβρισκε ένα κοπάδι μέσα στο δικό του κήπο.
” Στραβός ήταν και σκουντούφλισε;” καυτηρίαζε το πέσιμο του περαστικού. Στα δυό βήματα κόντεψε να πέσει ο ίδιος και να φάει τα μούτρα του.
” Απ’ τη γούλα σου κατέβαζες ολάκερα τα χαψιά και πνίγηκες” ειρωνεύονταν τον συνομιλητή του και στο πρώτο ούζο πνίγηκε απ’ το αγκάθι του κοβιού!
Αυτό το ξεχωριστό του γνώρισμα το ήξερε ο κόσμος αλλά το αναγνώριζε και ο ίδιος για τον εαυτό του και το ομολογούσε, με ένα παράπονο όμως, κοιτάζοντας προς το απέναντι εμπορικό του λαδέμπορου: “Ότι κοροϊδέψω το παθαίνω, μονάχα για τον …. που κοροϊδεύω δεν μπορώ να το πάθω!” “Τί κοροϊδεύεις γι αυτόν;” τον ρώτησε ο συνομιλητής του. “Να, το ότι όλη τη μέρα κάθεται!”