Αντίθετες πορείες για την Ιθάκη
Πηνελόπη
Όταν ο Δυσσέας στα μανιασμένα κύματα ανοιγόκλεινε τα μάτια του
καπνό αποθρώσκοντα να δει και νόστιμο ήμαρ αδημονώντας να γευτεί,
δίπλα του κολυμπούσε ο πρόσφυγας, ο Σύρος,
απ’ τον καπνό του πολέμου που σκέπαζε τη χώρα του προσπαθώντας ν’ απομακρυνθεί.
Τη δική του Ιθάκη αποζητά ο πρώτος να ξαναβρεί,
γυναίκα, γιο και πλούσιο βιος να ξαναπάρει.
Μα ο πρόσφυγας αναζητά μια δεύτερη Ιθάκη,
αφού την πρώτη την πυρπόλησαν οι βόμβες του θανάτου,
να στήσει τη γυναίκα του, το γιο, ξεχνώντας βιός και τάφο πατρικό
κι η πίκρα να σκεπάζει την αλμύρα στο λαιμό.
Των Σειρήνων τη γλυκολαλιά απόφυγε με πονηριά ο πρώτος
μα του γαλίφη διακινητή τα τάματα
τα πίστεψε, τα χρυσοπλήρωσε ο άλλος,
από λαχτάρα, στη δεύτερη Ιθάκη του αρκεί να φτάσει κάποια μέρα.
Τη Σκύλα και τη Χάρυβδη τις πέρασε ο πρώτος
λίγους συντρόφους χάνοντας στα φονικά της πρώτης δόντια,
ενώ για σένα πρόσφυγα το σαπιοκάραβο σε πρόδωσε
στης Χάρυβδης μη αντέχοντας τις ρουφηξιές,
κι άρπαξαν τα κύματα, βάζοντας πλώρη για του Άδου τα σκοτεινάλμυρα λημέρια,
ψυχές μονάκριβες, ψυχούλες παιδικές.
Στων Λαιστρυγόνων και του Κύκλωπα τις χώρες,
στων ανθρωποφάγων τα σαγόνια έχασε σύντροφους πολλούς,
μα συ στων δουλεμπόρων τα καταγώγια
έχασες περφάνια, ελπίδα, και τιμή.
Όπως όμως τον Δυσσέα δεν ξεστράτισε του θεϊκού λωτού η γεύση
έτσι και συ μη λησμονείς πως έχεις μια πατρίδα, την πρώτη σου Ιθάκη.
Τώρα την καίν’, τώρα την καταστρέφουν,
μα χρόνους ύστερους μπορείς και συ να βάλεις λιθαράκι.
Την πρώτη σου Ιθάκη μη ξεχνάς, τα όνειρα που είχες μην πετάς, και πάντοτε να σιγομουρμουράς:
«οίκαδε τ’ ελθέμεναι και νόστιμον ήμαρ ιδέσθαι»