“Κοινόν των Λεσβίων”

ΕΜΠΡΟΣ 2003

Κωνσταντίνου Κώστα

( Πρωτοδημοσιεύτηκε πριν από 10 περίπου χρόνια στην εφημερίδα ΕΜΠΡΟΣ)

 

ΤΟ «ΚΟΙΝΟΝ» ΚΑΙ Η «ΑΚΡΑ ΛΕΣΒΟΥ»

ΜΕ ΤΗΝ ΕΥΚΑΙΡΙΑ ΕΝΟΣ ΝΕΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ ΛΕΣΒΙΑΚΗΣ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑΣ

                                                                        

                                                                                  ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ  Α.  ΚΩΣΤΑ*

 

 

Πριν λίγo καιρό κυκλοφόρησε ,από τις εκδόσεις «Ηρόδοτος»,το βιβλίο του Αντωνίου Εμμ. Καλδέλλη,ενός νέου επιστήμονα, Επίκουρου Καθηγητή στο τμήμα Ελληνικών και Λατινικών του Ohio State University,με τίτλο « ΛΕΣΒΟΣ ΚΑΙ ΑΝΑΤΟΛΙΚΗ ΜΕΣΟΓΕΙΟΣ ΚΑΤΑ ΤΗ ΡΩΜΑΪΚΗ ΚΑΙ ΠΡΩΪΜΗ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟ (100 π.Χ. –600 π.Χ.) ».

Χωρίζεται σε τρία μέρη, στη Ρωμαϊκή, στην Πρώιμη Βυζαντινή περίοδο ή Ύστερη Ρωμαϊκή και τέλος στο Παράρτημα.

Πολλές συζητήσεις θα γίνουν κυρίως για το δεύτερο μέρος και το Παράρτημα, που αναφέρεται στην Εκκλησιαστική Ιστορία της Λέσβου της  Παλαιοχριστιανικής περιόδου, όπου ασκείται μία αιχμηρή κριτική ( πιο εποικοδομητική ίσως από τις κριτικές των «Ωσαννά» ) για όσους προγενέστερα ασχολήθηκαν με τα θέματα αυτά, προτείνοντας διορθώσεις.

Ο συγγραφεύς παραθέτει μια βιβλιογραφία που είναι πλήρης και εξαντλητική. Θα έλεγα ότι προκαλεί το θαυμασμό.

Προσωπικά ως « μη έχων ένδυμα »,δεν είμαι αρμόδιος για να ασκήσω κριτική σ’ αυτή τη νέα προσπάθεια κάλυψης μιας μακράς περιόδου της Λεσβιακής Ιστοριογραφίας, που λόγω ένδειας των πηγών παρουσίαζε (και παρουσιάζει )μεγάλα κενά. Σα Λέσβιος όμως,  με σχετική, κυρίως ετερόφωτη, ενημέρωση για την Ιστορία του Τόπου μας, θα ήθελα να κάνω ορισμένες παρατηρήσεις που αφορούν πιο πολύ την ιδιαίτερη Πατρίδα μου, αποβλέποντας να αποφευχθούν παραλήψεις ιστορικής σημασίας και κυρίως λαθεμένες εντυπώσεις για θέματα που δεν έχει βεβαιωθεί η ιστορική αλήθεια, δίδοντας έτσι την ευκαιρία στον συγγραφέα να επισκεφθεί ξανά και ξανά τα απόμακρα μέρη του νησιού, δηλαδή και την περιοχή της αρχαίας Βρίσας, εκεί στην «Άκρα Λέσβου», όπου η παραμέληση των μνημείων της είναι προκλητική, με ευθύνη της Πολιτείας και της Τοπικής αυτοδιοίκησης.

Έτσι προσεκτικότερη έρευνα του συγγραφέως, στο χώρο αυτό, θα διαπίστωνε υπολείμματα δικτύου ύδρευσης του οικισμού της Αγίας Αικατερίνης,  πιθανώς της Ύστερης Ρωμαϊκής περιόδου. Πήλινοι σωλήνες Ρωμαϊκής τεχνολογίας ( βλ.   φωτο.1)  ξεθάβονται από καιρό σε καιρό, με το όργωμα της αγροτικής αυτής περιοχής. Η αφετηρία βρίσκεται σε πηγή – πριν  λίγα χρόνια  ενεργής- της αγροτικής περιοχής «Χριστός» παρά το ομώνυμο εξωκλήσι, με κατεύθυνση την ιστορική περιοχή της Αγίας Αικατερίνης.

Τα αγροτικά τοπωνύμια της περιοχής Βρίσας εξ άλλου, «Καμάρες» και «Καμαρού-δια» αποτελούν πιθανά σπαράγματα αρδευτικών έργων της περιόδου αυτής ( βλ. και Μ. Αξιώτης, Το Νερό Πηγή Ζωής-ομιλία σε διεθνές συνέδριο-περιοδικό « Λεσβιακή Παροικία », 122, ( 1991 ) ).

Εξ άλλου στον ίδιο αρχαιολογικό χώρο της Αγίας Αικατερίνης, παρά το σημερινό εξωκλήσι, υπάρχει μαρμάρινη κολώνα αράβδωτη και άλλη παρόμοια αυτής στην παραλία των Βατερών ( βλ. φωτ.2 ),  όπου μεταφέρθηκε το έτος 1958 για να κοσμήσει έργο της Δημοτικής Αρχής.

Ο συγγραφέας δεν αξιολογεί τα αρχαιολογικά αυτά λείψανα, που ανήκουν πιθανότατα σε παλαιοχριστιανική βασιλική, όπως αναφέρει ο Σ. Χαριτωνίδης ( Παλαιοχριστιανική Τοπογραφία της Λέσβου, ΑΔ 23 ( 1968 ), Μελέται ).

Μείζων όμως θέμα αποτελεί το διαπραγματευόμενο από το συγγραφέα κεφάλαιο για το « Κοινό των Λεσβίων στην Ελληνιστική περίοδο » .

Είναι γνωστή, σύμφωνα με δύο επιγραφές του 2ου π.Χ αιώνα που βρέθηκαν στο παρελθόν, η ύπαρξη ενός ομοσπονδιακού «Κοινού» των Λεσβίων που λειτούργησε με πολιτικές και δικαστικές εξουσίες κατά την Ελληνιστική και Ρωμαϊκή περίοδο, με έδρα τα « Μέσα» της περιοχής Αγίας Παρασκευής.

Στη θέση αυτή, στα τέλη του 4ου π.Χ αιώνα, οικοδομήθηκε μεγαλοπρεπής ναός.       Με την ανασκαφή, που έκανε ο ΚΟLDEWEY, αποκαλύφθηκε σε μεγάλο μέρος και με τη σημαντική του δημοσίευση το 1890,έγινε γνωστός ευρύτερα.

Ο κ. Καλδέλλης, χωρίς να ασχοληθεί με το θέμα αυτό ιδιαίτερα, αποδέχεται και περιγράφει ( βλ.σελ.58 ) ότι στο χώρο αυτό βρισκόταν το «Κοινόν» των Λεσβίων και της αρχαϊκής εποχής όπου λατρευόταν ο Δίας ο Διόνυσος και η Ήρα.

Η άποψη αυτή δημιουργεί σύγχυση στους αναγνώστες, διότι το «Κοινόν» των Λεσβίων της αρχαϊκής περιόδου, που χρησίμευσε ως άσυλο του ποιητή Αλκαίου κατά το δεύτερο μισό του 7ου π.Χ αιώνα, διωκόμενος από πολιτικούς αντιπάλους, είχε αποκλειστικά θρησκευτικό ρόλο και δεν έχει αποκαλυφθεί.

Το θέμα είναι γνωστό. Θα αναφερθούμε εν συντομία. Το 1960 ο L. Robert («Recherches Epigraphiques, Revue des Etudes Anciennes ») δημοσίευσε ότι το ιερό των Μέσων ήταν το ομοσπονδιακό ιερό των Λεσβίων που χρησίμευσε ως άσυλο του ποιητή Αλκαίου στην αρχαϊκή εποχή (7ος π.Χ αιώνα ).

Επικαλέστηκε τις δύο αναφερόμενες επιγραφές και στίχους ποιήματος του Αλκαίου:   « α τόδε Λέσβιοι…εύδειλον τέμενος μέγα ξύνον κάτεσσαν, εν δε βώμοις αθανάτων μακάρων έθηκαν…».

Στη θέση αυτή του Robert αντέδρασαν αρκετοί επιστήμονες και κυρίως ο Picard o οποίος δεν αποκλείει τη γνώμη του Αμερικανού J. Quinn ( American Journal of Archeology, 1961 ), που πιστεύει ότι το τέμενος αυτό  βρισκόταν στο ακρωτήριο του Αγίου Φωκά στην περιοχή της αρχαίας Βρίσας, επικαλούμενος φιλολογικές μαρτυρίες ( ποιήματα της Σαπφούς και του Αλκαίου ) και σε ένα αρχαιολογικό εύρημα, που βρέθηκε στο ακρωτήρι του Αγίου Φωκά με την επιγραφή « Μεγάριτος Αισχύνου Διονύσω Βρισαγενεί».

Η λατρεία αυτή του Διόνυσου αναφέρεται επίσης από τους λεξικογράφους του 6ου αιώνα Στέφανο Βυζάντιο ( «Βρίσα, άκρα Λέσβου εν ή ίδρυται Διόνυσος Βρισαίος» ) και Ησύχιο ( « Βρησσαίος ο Διόνυσος» ) και ακόμη παλαιότερα – 4ος π.Χ αιών – από τον ιστορικό Ανδροτίωνα που υπενθυμίζει ότι « το ιερόν του θεού εν τη Βρίση φησίν ιδρύσθαι υπό Μάκαρος» . Έτσι δημιουργείται μια ιστορική συνέχεια που περικλείει ούτως η άλλως και την αρχαϊκή περίοδο για την οποία υπάρχει το ιστορικό ενδιαφέρον.

Από τις διενεργηθείσες όμως ανασκαφές στους περιγραφόμενους ανωτέρω χώρους, τόσο στα Μέσα ( Πετράκος, ανασκαφή των Μέσων Λέσβου, Πρακτικά  (1967 ) ), όσο και στον Άγιο Φωκά ( Δ. Χατζή ( 1972 ) Α.Δ 27, Χρον. , Αγλ. Αρχοντίδου (1993) Α.Δ 48 ||2 Χρονικά ), δεν βοήθησαν καθόλου για τον προσδιορισμό του αρχαϊκού τεμένους, που λατρευόταν ο Δίας, ο Διόνυσος και η Ήρα.

Οι ανωτέρω, επιστήμονες κύρους, κράτησαν αποστάσεις και δεν έλαβαν θέσεις για τον τόπο της λατρείας αυτής.

Ο συγγραφεύς Α. Καλδέλλης παραθέτει ελλιπή  βιβλιογραφία και διαπράττει το ίδιο σφάλμα, για το οποίο επανειλημμένως στο βιβλίο του κατηγορεί άλλους συγγραφείς, δηλαδή δημιουργεί εντυπώσεις  χωρίς επιστημονική αρτιότητα και ιστορική κατοχύρωση. Προφανώς μεταφέρει την γνώμη του Guy Labarre ( Les cites de Lesbos, σ. 42-43 1996 ), από τον οποίο είναι επηρεασμένο μέρος του έργου του.                              Ο Labarre όμως, που ταυτίζεται με τη άποψη του Robert, ότι δηλαδή στα Μέσα υπήρξε το τέμενος στο οποίο κατέφυγε ο Αλκαίος την αρχαϊκή εποχή, εκφράζει  μια άποψη του θυμικού του, παρά ασχολείται με την επιστημονική τεκμηρίωση του θέματος. Αποσιωπείται για παράδειγμα η άποψη του Η. Plommer ( The Temple of Mesa on Lesbos, 1981 ), που επικαλείται βιβλιογραφικά για την χρονολόγηση του ναού των Μέσων, ο οποίος όμως καταλήγει στο άρθρο του, ότι ο Robert θα πρέπει να ανακαλύψει μια άλλη επιγραφή για να πείσει προφανώς τους αναγνώστες του.

Εξ’ άλλου, για όσους πιστεύουν, ότι το τέμενος της αρχαϊκής εποχής, βρίσκεται στα σημερινά «Μέσα», θα πρέπει να μελετήσουν πάλι τις επιστημονικές θέσεις του κ. Πετράκου, που ανάσκαψε τα «Μέσα» χωρίς καμιά ένδειξη αρχαϊκού τεμένους και να

δώσουν εξηγήσεις για το « εύδειλον τέμενος», που για τους αρχαίους Έλληνας σημαίνει τον ευδιάκριτο από τη θάλασσα τόπο που βρίσκεται σε ύψωμα και προπαντός πώς εννοούν τα « Μέσα» ως « εσχατιές», που φιλοξένησαν τον Αλκαίο («από τούτων απελήλαμαι φεύγων εσχατιέσ’, ….» ). Επίσης  πώς δικαιολογούνται οι βωμοί στον τόπο μιας μαύρης γης, εκεί στην πεδιάδα των Μέσων;( «…μακάρων ες τέμενος θέων εοί…μελαίνας επίβαις χθόνος….» ), σε αντίθεση με τα μαύρα χρώματος ηφαιστιογενή βράχια στο ακρωτήρι του Αγίου Φωκά , που υποστηρίζει ο Αμερικανός επιστήμων  J. Quinn ως πιθανό τόπο του τεμένους.

Ακόμη για να συνδέσουμε τον ναό των Μέσων, με το τέμενος του 7ου π.Χ αιώνα,  θα πρέπει μάλλον να βρεθεί «ανάδοχος» για να βαπτίσει το ναό αυτό Δία, Ήρα, ή Διόνυσο. Αλλιώς πρέπει να στρέψουμε το ενδιαφέρον μας σε άλλη πιο απόμακρη περιοχή

– « εσχατιαίς»-, με την αίσθηση του μαύρου χρώματος χώμα ( ίσως ηφαιστειογενή βράχια ) – « μελαίνας επίβαις χθόνος» -, εκεί που συχνάζουν …λύκοι – « ένθα δ΄ οίος εοίκησα λυκαιμίαις …» – και προπαντός πολύ ευδιάκριτο από τη θάλασσα ύψωμα

– « εύδειλον» -όπως λέει και ο ποιητής Αλκαίος. Άλλωστε θα ήταν αντιφατικό ένας πολιτικά διωκόμενος, να ζητούσε άσυλο στην κεντρική πεδιάδα του νησιού, εκεί που δεν υπάρχει κανένα από τα χαρακτηριστικά που περιέγραψε ο ίδιος στα ποιήματά του

Είτε το θέλουμε όμως, είτε όχι, για να χρησιμοποιήσω τα λόγια του εξέχοντος επιστήμονα Picard, το ζήτημα του τόπου όπου υπήρξε στη Λέσβο το προσωρινό άσυλο του ποιητή Αλκαίου, παραμένει πάντα άλυτο.

Ας κάνουμε όμως υπομονή. Ήδη η Κ` Εφορεία Προϊστορικών και Κλασσικών αρχαιοτήτων ( βλ. εφημερ. Εμπρός, 30/5/02 ) εκπόνησε μελέτες, που ήδη έχουν ενταχθεί στα ΠΕΠ Βορείου Αιγαίου, που χρηματοδοτούν έργα ανάδειξης αρχαιολογικών χώρων, συμπεριλαμβανομένου και του Ναού των Μέσων.( Εδώ αποδεικνύεται ότι οι κλασσικές και βυζαντινές αρχαιότητες της νοτίου Λέσβου, έχουν την ατυχία όλων των Νοτίων λαών. Προφανώς εντάσσονται στην ίδια λογική των έργων  διάνοιξης του δρόμου Πλωμαρίου- Βατερών, χρονολογούμενο από τον 19ο αιώνα…! ).

Ας επανέλθουμε όμως στο θέμα μας. Ο Αντ. Εμμ. Καλδέλλης με τις γνώσεις, την ιδιότητα του και με τις Λεσβιακές του «ρίζες», όπως προϊδεάζει το επώνυμό του, έχει πολλά να προσφέρει στην ιστορία του νησιού μας. Η προσπάθεια του γίνεται φανερή ήδη από το πρώτο κεφάλαιο όπου διορθώνει ιστορικά γεγονότα της Λεσβιακής ιστοριογραφίας που θέλουν πράγματι επανεκτίμηση, όπως π.χ γράφοντας για τους τετρακοσίους βανδάλους του Βελισάριου, που δεν προκάλεσαν καμία λεηλασία στο νησί, σύμφωνα με τις πηγές, παρά το αντίθετο αναφερόμενο σε πολλά έντυπα. Επίσης  η εμμονή του για ορισμένα θέματα, όπως η συμμετοχή ή όχι επισκόπων της Λέσβου στην πρώτη Οικουμενική σύνοδο του 325 μ.Χ είναι απόλυτα δικαιολογημένη για όσους γνωρίζουν ότι σε συνέδριο ειδικών επιστημόνων, ακούστηκε ότι στην πρώτη Οικουμενική σύνοδο έλαβε μέρος ο Λέσβου και Τενέδου ….Φλωρέντιος ( Άγνή  Βασιλικοπούλου, Η εκκλησιαστική οργάνωση του Αιγαίου στη Βυζαντινή εποχή, τριήμερο Αιγαίου, 21-23 Δεκεμβρίου 1989 ).

Εμείς του ευχόμαστε καλή δύναμη για τη συνέχεια.

 

 

 

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.