Πορεία ζωής Γ. Δ. Νικέλλη

Από τη συνέντευξη του Γιώργου Δ. Νικέλλη στον Πάνο Αναγνώστου

( Ο Π. Αναγνώστου είχε την προνοητικότητα να μαγνητοφωνήσει τις αναμνήσεις ορισμένων μεγάλης ηλικίας ατόμων του χωριού μας. Μέσα από τις αφηγήσεις τους παρουσιάζονται ανάγλυφα οι κοινωνικοπολιτικές συνθήκες της εποχής τους. Ο κ. Αναγνώστου είχε την καλοσύνη να παραδώσει τις κασέτες αυτές στη Βιβλιοθήκη του χωριού μας για απομαγνητοφώνηση – δημοσίευση-αξιοποίηση)

Η συζήτηση έγινε στις 30 Ιουνίου του 2004 όταν ο Γιώργος Νικέλλης (αδελφός του πατέρα μου) ήταν 95 χρόνων.  Η οικογένεια αποτελούνταν από τον πατέρα Δημήτριο Π Νικέλλη, τη μάνα Μαριάνθη του γένους Γεωργίου Διαμαντή (από τα Γιαννακέλλια, όπως λέει ο ίδιος), τους τρεις γιους Παναγιώτη, Γιώργο και Κώστα και τη μικρή κόρη Ειρήνη που αρρώστησε και έφυγε 6 χρονών.

Όταν τέλειωσα –διηγείται- το Δημοτικό, 13 χρονών, με πήρε ο αγρότης πατέρας μου στα χωράφια. Ύστερα από ένα χρόνο εξομολογήθηκα στη μητέρα μου ότι ήθελα να μάθω μια τέχνη και ειδικά ήθελα να γίνω μηχανικός.

Τα χρόνια εκείνα είχε έρθει στο χωριό ένας ξενομερίτης –Βούλγαρο τον έλεγαν- που κατάγονταν απ’ το χωριό Ραϊκόνι στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Αυτός ήταν ράφτης και ερχόμενος στο νησί άνοιξε ραφείο στην Αγιάσο –τη δεκαετία του 1920. Αργότερα ήρθε και ο αδερφός του Ηλίας ο οποίος τελικά τον εκτόπισε απ’ το μαγαζί και ο Βούλγαρος ήρθε αρχικά στον Πολιχνίτο και στη συνέχεια στο χωριό μας και άνοιξε ραφείο. Η μάνα μου με πήγε εκεί. Δούλεψα βοηθός κάτι παραπάνω από ένα χρόνο με 50 δρχ τη βδομάδα, όταν τα ραφτικά για ένα κοστούμι ήταν 200δρχ. Αυτός ήξερε να ράβει τις ντόπιες παλιές στολές. Δεν ήξερε από κανονικά σακάκια.

Στο ψαλτήρι όπου πήγαινα από μικρός 10-12 χρονών –με ψάλτη τον υπέροχο Κώστα Πετρά- ήταν και ο Κώστας Χατζηαντωνίου με τον οποίο κάναμε τη 2η φωνή. Μου άρεσαν ιδιαίτερα τα εγκώμια, το Πάσχα. Αυτός ο Χατζαντώνης, όπως τον λέγαμε, με συμβούλεψε να πάω στη Μυτιλήνη να μάθω σωστά τη ραφτική και μου σύστησε και ένα σπουδαίο γνωστό του ράφτη με το όνομα Κουτρόπουλος.

Κατέβηκα στη Μυτιλήνη που δεν την ήξερα καθόλου και στο δρόμο μου βρήκα κατά τύχη ένα μεγάλο ραφτάδικο, του Σαλτογιάννη. Μπήκα και ζήτησα δουλειά λέγοντας ότι δούλευα σε ραφτάδικο στο χωριό.  Εκεί δούλευαν τρεις καλφάδες και δυο κορίτσια και για τούτο μου είπε ότι είναι συμπληρωμένος και δε μπορεί να με πάρει. Με σύστησε όμως σε έναν άλλο ράφτη εκεί κοντά που είχε έρθει απ’ το Αϊβαλί. Αυτός με δέχτηκε και συμφωνήσαμε να μου δίνει όσα έπαιρνα και στο χωριό, 50 δρχ τη βδομάδα. Έκανα αρχή παίρνοντας ένα καλό γκρι σκούρο κασμίρι για παντελόνι χωρίς να με καθοδηγήσει καθόλου. Εγώ μη ξέροντας τι να κάνω (στο χωριό τα ρούχα που ράβαμε ήταν αλλιώς) ξεκίνησα να κάνω τις τσέπες. Τι ήταν να το δεί! «Τι κάνεις εκεί ρε; Είσαι ψεύτης που δούλευες σε ραφτάδικο» είπε και με έφτυσε. «Άμα θέλεις, συνέχισε, θα δουλέψεις έξι μήνες χωρίς πληρωμή» Έμεινα για να μάθω να ράβω σακάκια. Το Σάββατο, απλήρωτος, πηγαίνοντας προς το σπίτι που νοίκιαζα ένα δωμάτιο με 100 δρχ το μήνα βλέπω μπροστά μου ένα μεγάλο ραφτάδικο με τη φίρμα «Κουτρόπουλου» Αυτό που μου είχε συστήσει ο Χατζαντώνης. Μπήκα μέσα και του λέω το και το. Μου λέει να έρθεις τη Δευτέρα να πιάσεις δουλειά. «Βλέπω ότι έχεις πόθο για να μάθεις. Θα σου δίνω ένα κατοστάρικο, που τότε είχε κοπεί και είχε γίνει 75 δρχ., τη βδομάδα. Η χαρά μου δε λέγεται! Από απλήρωτος για 6 μήνες, 75 δρχ κάθε βδομάδα! Σιγά- σιγά το μεροκάματο μου το ανέβασε και όταν ήρθε ο καιρός να πάω φαντάρος, αρχές Μαρτίου 1927 έπαιρνα 20 δρχ. τη μέρα.

Παρουσιάστηκα στη Μυτιλήνη και ύστερα από 8 μήνες πήγα στο Διδυμότειχο και από κει στην Ορεστιάδα όπου ανέλαβα ράφτης της μονάδας. Εκεί ο λοχαγός δημιούργησε ομάδα προσκόπων και με ακόμα έναν ράφτη ράβαμε τις στολές των προσκόπων.

Απολύθηκα και γύρισα στη Μυτιλήνη ύστερα από θητεία 15 μηνών και πέρασα απ’ του Κουτρόπουλου. Να έρθεις αμέσως για δουλειά μου είπε!. Ήρθα στο χωριό, έκανα το πανηγύρι του Αγίου Κωνσταντίνου και την άλλη μέρα έπιασα δουλειά. Ήμουν πια κάλφας με 25 δρχ μεροκάματο όταν το κουστούμι είχε ραφτικά 750 δρχ. Μετά τον Ιούλιο η δουλειά είχε σπάσει, οπότε μου λέει το αφεντικό: «Όπως βλέπεις δουλειά δεν έχει. Νομίζω ότι το καλύτερο για σένα είναι να γυρίσεις στο χωριό και να ανοίξεις δικό σου ραφτάδικο. Για να γίνει αυτό θα πρέπει να σου μάθω τη «γεωμετρία». (Δηλαδή να παίρνω μέτρα και να κόβω το ύφασμα.) Πρέπει όμως να μου δώσεις 1000 δρχ και θα χρειαστεί ένας με ενάμισι μήνας για να μάθεις.»

Γύρισα στο χωριό προβληματισμένος. Χρειαζόμουν 1000 δρχ για να μάθω, χώρια τα δικά μου έξοδα-νοίκι, φαΐ. Ο πατέρας μου λέει: «Έλα να μαζέψουμε τις ελιές –ήταν μαξουλοχρονιά και το λάδι τότε είχε καλή τιμή- να ξεχωρίσουμε τα χρήματα και πηγαίνεις πίσω. Για κακή μας τύχη στο λιομάζωμα ο πατέρας έπεσε από μια ελιά και χτύπησε. Τρεχάματα στους γιατρούς, έξοδα, πάει η «γεωμετρία». Για να γίνω ράφτης χρειαζόμουνα και μια ραπτομηχανή που έκανε 6000δρχ. Αν είχα τη ραπτομηχανή θα μπορούσα να δουλεύω με στάμπα. 2-3 φορές έραψα παντελόνια στη μηχανή του συγγενή μου Χρήστου Βουχλή.  Είδα και απόειδα όμως ότι δε γίνεται τίποτα και έτσι έγινα αγρότης. Ανέστησα δυο κτήματα. Στο ένα μάζεψαν τα παιδιά 9 μόδια και στο άλλο 7.

Στο μεταξύ όταν ήμουν γύρω στα 25 αρρώστησα. Στα Βατερά  όπου μέναμε ένοιωσα ένα πόνο. Πήγα στο γιατρό Νικολαΐδη. Είπε ότι ήταν κρυολόγημα. Το κρυολόγημα όμως δεν περνούσε! Ένα Σάββατο που πήγε ο πατέρας μου στον Σωκράτη τον Νικολαΐδη να κουρευτεί, έμαθε ότι είχε έρθει από τη Γερμανία ο γιατρός Καραμάνος. «Να πας το παιδί να το δει» τον παρότρυνε ο Σωκράτης. Πράγμα που έγινε. Πλευρίτιδα η διάγνωση και εκτός απ’ τα φάρμακα συνέστησε καλό φαγητό. Πήγα και στο νοσοκομείο, στη Μυτιλήνη. Τότε ήταν απέναντι απ’ την Αγία Ειρήνη –το καινούριο δεν ήταν έτοιμο ακόμα- και είχε δυο θαλάμους, έναν για τους άντρες και έναν για τις γυναίκες. Εμένα με έβαλαν στο πάτωμα γιατί δεν είχε κρεβάτι και ύστερα από φωνές του πατέρα μου, πήγαν δυο γέρους στο θάλαμο των γυναικών και έτσι βρήκα κρεβάτι.  Δυο χρόνια πέρασα μεταξύ ζωής και θανάτου και πολλά ακόμα, για να γίνω τελείως καλά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα να παντρευτώ  μεγάλος. Συνέχισα όμως να κάνω δίαιτα. Έκοψα για πάντα το τσιγάρο και τα πολλά  ποτά. Γι αυτό παρά την αρρώστια που πέρασα αντέχω!

(Πέθανε ύστερα από 4 χρόνια σε ηλικία 99 χρονών)

 

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.