Αναμνήσεις μέσα απ’ τα χαλάσματα!

Κείμενο της  Κατερίνας Γεωργή
Θυμάμαι όταν ήμουν μικρή και καθόμουν μπροστά στο παράθυρο του σπιτιού μας στον καναπέ όλα τα συναρπαστικά που συνέβαιναν απ’ έξω.
Γιατί ακριβώς απέναντι υπήρχε ένα πηγάδι και μια μεγάλη γούρνα.
Όλη την ημέρα γυναίκες πηγαινοερχόταν για νερό και κουτσομπολιό.
Από το πηγάδι ανέσερναν το νερό με κουβάδες ή γκαζοτενεκέδες που τους είχαν προσθέσει χέρι από ξύλο στρογγυλό και καρφωμένο στα δύο πλαϊνά και το πήγαιναν στο σπίτι.
Στην γούρνα δε, ερχόταν με τα ζώα τους οι άντρες και τα πότιζαν εκεί για να μην κουβαλούν και για αυτά νερό.
Κόσμος και κοσμάκης κάθε μέρα περνούσε από το πηγάδι αλλά εγώ με λαχτάρα περίμενα τον γίγαντα τον φίλο μου τον Λέσβο.
´Ηταν ψηλός, όμορφος, φορούσε βράκες, είχε μουστάκι τσιγγελωτό και ένα τεράστιο χαμόγελο για μένα.
Ερχόταν να ποτίσει τα δυό του βόδια στην γούρνα στο πηγάδι.
Ο φίλος μου ο γίγαντας ήταν κωφάλαλος.
Γι αυτό εγώ τον αγαπούσα διπλά.
Με την γλώσσα των κωφαλάλων μου έλεγε ό,τι ήμουν όμορφο κοριτσάκι και έβαζε το χέρι του στην καρδιά του για να μου πει ό,τι με αγαπούσε.
Και είχα μάθει και έκανα και εγώ το ίδιο και όταν το έβλεπε έλαμπε το πρόσωπό του από χαρά.
Θυμάμαι τον Μαμωλή τον άνθρωπο που άναβε τα φανάρια κάθε βράδυ στο χωριό.
Με την σκάλα στον ώμο του και όλα του τα σύνεργα περνούσε την ίδια ώρα από την γειτονιά μας.
Και είχαμε βάλει στοίχημα με τον αδερφό μου ποιός θα πρωτοδεί και θα πει την λέξη “πρώτος “όταν άναβε το φανάρι.
Αυτός διάβαζε στον πάνω όροφο και εγώ καθόμουν στο ισόγειο και περίμενα με λαχτάρα να τον κερδίσω.
Γιατί ήταν ο μεγάλος αδερφός και σε όλα τα άλλα παιχνίδια με κέρδιζε.
Θυμάμαι τον λάγκαδο που κατέβαινε όταν έβρεχε πολύ.
Στην αρχή ήταν ένα μικρό λαγκαδάκι με καθαρό νερό και μετά σχεδόν απότομα το χρώμα του άλλαζε γινόταν όλο χώμα και αγρίευε όσο δυνάμωνε η βροχή μεχρι που έμοιαζε φοβιστικός και πολλές φορές “πατούσε “και τα σπίτια .
Νόμιζες ό,τι κόχλαζε και κουβαλούσε μαζί του χόρτα ξύλα μέχρι και ξεριζωμένα μικρά δέντρα.
Και όταν σταματούσε η βροχή και ηρεμούσε βγαίναμε στα παράθυρα εμείς τα παιδιά και ρίχναμε μέσα χάρτινα καραβάκια που επιπλέανε για λίγο και μετά έλιωναν και βούλιαζαν αλλά συγχρόνως είχαν φύγει από το οπτικό μας πεδίο.
Θυμάμαι την μαμά μου να κάθεται στον ίδιο καναπέ να ράβει ή να πλέκει και να ρίχνει και μια μάτια έξω σε αυτούς που περνούσαν μέσα από τα πλεκτά κουρτινάκια.
Γιατί έβλεπες μέσα από τα…σοφά κουρτινάκια αλλά οι απ’ έξω δεν σε έβλεπαν.
Άσχετα αν σε μας αυτό δεν αρκούσε και τα τραβάγαμε και μονίμως ξεκόλαγαν οι πινέζες με τα οποία ήταν πιασμένα και λερώναμε τα τζάμια με τις μυτούλες μας και φώναζε η μαμά μου.
Θυμάμαι την έκπληξη του αδερφού μου όταν γύρω στα έξη πρωτοέφτασε το “παραντέλ” που έκλεινε την πόρτα στο μοναδικό ντουλάπι της κουζίνας μας που φυλάγαμε τα τρόφιμα.
Δύο “παραντέλια “είχε ένα πάνω και ένα κάτω αλλά δούλευε μόνο το πάνω.
Το κάτω είχε κολήσει κάποτε από ένα βάψιμο με την μπογιά και δεν το είχαμε ποτέ χρησιμοποιήσει.
Έτσι για να πάρουμε κάτι από το ντουλάπι χρειαζόμαστε τη βοήθεια κάποιου μεγάλου.
-Ώχου μπαμπά φτάνου, αναφώνησε γεμάτος χαρά νοιώθοντας ό,τι αυτόματα μετακόμισε στον κόσμο των μεγάλων.
Θυμάμαι τον μπαμπά μου που ερχόταν στο σπίτι και με ανέβαζε όρθια στους ώμους του να πιάσω στο ταβάνι το καρφί που παλιά κρεμόταν ένα λουξ που είχε καταργηθεί.
Και χόρευε κιόλας για να τρομάζει την μαμά μου και εγώ δεν φοβόμουν καθόλου γιατί τα πόδια μου τα κρατούσε ο…ήρωάς μου.
Και γελάγαμε και οι δυο και τραγουδούσαμε το…σαν πας στην Καλαμάτα και δώστου και θύμωνε η μαμά μου που δεν ήξερε κιόλας να χορεύει.
Θυμάμαι όταν έκανε κρύο που χωνόμουν στο τζάκι και ο μπαμπάς με φώναζε “αχλιουπταρέλ” που ήταν κάτι σαν σταχτοπούτα.
Από ένα παραμύθι δικής του εμπνεύσεως που μας έλεγε πού και πού.
Δεν ήξερε παραμύθια πολλά, αλλά ήξερε ιστορίες πραγματικές,αστείες ιστορίες πραγματικών ανθρώπων και μας τις διηγόταν με αριστοτεχνικό τρόπο και ξεκαρδιζόμαστε στα γέλια.
Θυμάμαι που ανέβαινα σε μια καρέκλα και κοιταζόμουν σε ένα καθρέφτη της προγιαγιάς μου για να δώ αν ήμουν όμορφη και την μαμά μου να μου λέει ότι οι ομορφιές δεν έχουν καμία αξία, αλλά η προκοπή και η μόρφωση είναι αυτά που μετράνε στη ζωή.
Θυμάμαι όταν παίζαμε μαξιλαροπόλεμο εγώ, η Μαίρη η κολλητή μου και ο αδερφός μου, που σπάσαμε ένα τζάμι και φάγαμε ξύλο από τη μαμά μου.Όχι η Μαίρη. Καί πόναγα καί ντρεπόμουνα που μας έδειρε μπροστά στην φιλενάδα μας.
Και μας το άλλαξε ο Πιπίνης, αλλά δεν έβαζε στόκο, μόνο τα κάρφωνε με κάτι μικρά καρφάκια γύρω γύρω και μετα τα λύγιζε και έτσι το συγκρατούσαν αλλά τρέμανε όταν πέρναγαν από έξω τα αυτοκίνητα.
Θυμάμαι το νυφικό κρεβάτι των γονιών μου που ανέβαινα στο κάγκελο και έπαιζα θέατρο στον αδερφό μου και στον Θοδωρή μας.
Ήταν σαν να ήμουν στην δοκό ισορροπίας ώσπου κάποια μέρα έσπασε το σίδερο και έπεσα και φάγανε ξύλο αυτοί και όχι εγώ, γιατί αυτοί ήταν κατά την μαμά μου υποτίθεται οι μεγάλοι.
´Αντε νάταν οι έρμοι στα οχτώ!
Ακόμα σπασμένο είναι.
Θυμάμαι που κάθε απόγευμα όταν χτυπούσε η καμπάνα για τον εσπερινό έπρεπε να ανέβω επάνω να ανάψω το καντήλι.
Και μετά να ταίσω τις κότες.
Θυμάμαι τα σανίδια από πεύκο στο πάτωμα πως μοσκομύριζαν όταν τα σφουγγαρίζαμε. Τα σεντόνια, όταν πλένονταν στο χέρι.
Το γειτονιό κάθε καλοκαίρι τα βράδια μπροστά στην πόρτα μας.
Την μεγάλη κληματαριά μας που έπιανε από την μια άκρη του σπιτιού μέχρι την άλλη και την έριξε κάτω ένα μεγάλο φορτηγό και κλαίγαμε και εγώ και η μαμά μου..
Θυμάμαι….θυμάμαι….και τί δε θυμάμαι.
Αναρίθμητες αναμνήσεις από ένα σπίτι και ένα χωριό.
Το σπίτι χάθηκε.
Όχι και το χωριό όμως….
Όχι το δικό μας χωριό….
Όχι το χωριό που το λέμε Βρίσα.

Facebooktwitterredditpinterestlinkedinmail
Δημοσιεύθηκε στην Ειδήσεις. Αποθηκεύστε τον μόνιμο σύνδεσμο.

3 απαντήσεις στο Αναμνήσεις μέσα απ’ τα χαλάσματα!

  1. Ο/Η Σονια Λαμπρινιδου λέει:

    Πανω κατω οιαναμνησεις σου ειναι για ολους μας ιδιες.Τα σπιτια,το χωριο καταστρραφηκε ,οι αναμνησεις ομως δεν χανονται ποτε.και πρεπει να μενουν ζωντανες γιατι αποτελουν τηνπαραδοση μας.

    • Ο/Η Γεωργή Κατερινα λέει:

      Έχεις δίκιο Σονια μου. Όλοι μας έχουμε τις αναμνήςεις μας .Οι αναμνήσεις οι δικές μου απλά ζωντάνεψαν και με τυρανάνε τώρα που αντίκρυσα την καταστροφή. Πριν υπήρχαν στο βάθος του μυαλού μου γλυκές και τρυφερές .Τώρα με κατακλύζουν και συγχρόνως με πονάνε.

  2. Ο/Η Μαίρη Γομοπουλου λέει:

    Ανεκτίμητες αναμνήσεις Κατερίνα! Να’σαι καλα που τις μοιράζεσαι τόσο ζωντανά.

Αφήστε μια απάντηση

Η ηλ. διεύθυνση σας δεν δημοσιεύεται. Τα υποχρεωτικά πεδία σημειώνονται με *

Αυτός ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για να μειώσει τα ανεπιθύμητα σχόλια. Μάθετε πώς υφίστανται επεξεργασία τα δεδομένα των σχολίων σας.